- Λακεδαιμονιάζω
- Λᾰκεδαιμ-ονιάζω,A = Λακωνίζω, Ar.Fr.95.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Λακεδαιμονιάζω — pres subj act 1st sg Λακεδαιμονιάζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λακεδαιμονιάζω — (Α) [Λακεδαιμόνιος] 1. μιμούμαι τους Λακεδαιμονίους 2. είμαι με το μέρος τών Λακεδαιμονίων, είμαι οπαδός ή φίλος τών Λακεδαιμονίων … Dictionary of Greek